- ευδιήγητος
- εὐδιήγητος, -ον (Α)αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδιήγητος — easy to tell masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιήγητον — εὐδιήγητος easy to tell masc/fem acc sg εὐδιήγητος easy to tell neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιήγητα — εὐδιήγητος easy to tell neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιήγητ' — εὐδιήγητα , εὐδιήγητος easy to tell neut nom/voc/acc pl εὐδιήγητε , εὐδιήγητος easy to tell masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)